POSTinterculturality’s Updates
1η Ενδιάμεση εργασία - ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ
Οριοθετούμε την έννοια της ετερότητας μέσα από βασικά ερωτήματα
–Ποιες είναι οι βασικές θεωρητικές/ιδεολογικές παραδοχές του δίπολου εμείς /οι άλλοι(βλ. άρθρο Αρβανίτη, 2013).
–Ορίστε τη διαδικασία ένταξης με βάση την ετερότητα
–Το πλαίσιο του πολιτειακού πλουραλισμού δημιουργεί νέους (διαπολιτισμικούς) κοινωνικούς χώρους συμπερίληψης; (βλ. Κεφάλαιο 4 της Νέας Μάθησης)
εα
Ετερότητα σημαίνει αναγνώριση, εκτίμηση, δεκτικότητα του διαφορετικού στοιχείου, του «ξένου» προς εμάς. Η αναγνώριση του διαφορετικού τρόπου ζωής, της διαφορετικής νοοτροπίας, της διαφορετικής σκέψης και τελικά των διαφορετικών κοινωνικών καταβολών. Ετερότητα είναι, επίσης, «η κατάσταση στην οποία ένα άτομο αναγνωρίζει ότι είναι μοναδικά διαφορετικό από άλλους ανθρώπους. Ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και τις σχέσεις ισχύος και εξουσίας, τις προοπτικές επιβίωσης ή ένταξης και ανέλιξης, οι μειονοτικές ομάδες απορρίπτουν ή ενεγκαλίζονται την ιδιότητά τους ως «άλλοι» στο πλαίσιο αυτής της κοινωνικής δυναμικής των διακρίσεων, του αποκλεισμού και της διεκδίκησης δικαιωμάτων και ισότιμης κοινωνικής συμμετοχής» (Iνστιτούτο για τα Δικαιώματα, την Ισότητα και την Ετερότητα).
Ο ξένος ορίζεται ως μέρος μιας αρχέγονης ενότητας στην οποία συνυπάρχει μαζί με τον «εαυτό». Σύμφωνα με τον Γκόβαρη, ιστορικά, η διαφορά μεταξύ «εαυτού» και «ξένου» εμφανίζεται στον κοινωνικό λόγο περί πολιτισμού τον 19 αι. και εντονότερα σε περιόδους κρίσεων. Ως «ξένος» ορίζεται πάντοτε ο «πολιτισμικά ξένος», δηλαδή αυτός που έχει διαφορετικά ήθη και αξίες σε σύγκριση με εμάς, διαφορετική κουλ-τούρα. Διαδικασίες κατασκευής του «ξένου» εμφανίζονται από τον 15ο αιώνα με την θρησκεία να αποτελεί την περίοδο αυτή κριτήριο διαφοροποίησης και αποκλεισμού των «άλλων». Το 1492 και για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία υπόκεινται σε διωγμούς οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι της Ισπανίας. (Γκόβαρης, 2004)
Αν και κάθε άτομο οικοδομεί την πολιτισμική του ταυτότητα βάσει των χαρακτηριστικών της ομάδας στην οποία ανήκει και των ατομικών του ιδιαιτεροτήτων, στην σημερινή εποχή επικρατεί πλουραλισμός και ασάφεια. Θα λέγαμε ότι οι μοντέρνες κοινωνίες δεν παράγουν διαφορά αλλά αδιαφορία, προέχει η αύξηση της αγοραστικής δύναμης και απουσιάζουν τα ξεκάθαρα σημεία αναφοράς. (Κωνσταντοπούλου κ.ά., 2000)
Όσον αφορά στον τομέα της εκπαίδευσης, το σχολείο του 21ου αιώνα είναι ένα σχολείο στο οποίο η πολιτισμική ετερότητα είναι πλέον ο κανόνας κι όχι η εξαίρεση. Ο Αυστραλός ιστορικός τέχνης Robert Hughes στο δημοφιλές βιβλίο του Culture of Complaint (Πολιτισμός Παραπόνων) σημειώνει: «στον κόσμο που έρχεται, αν δεν μπορείς να βρεις το δρόμο σου μέσα στη διαφορετικότητα, είσαι χαμένος». Οι μαθη-τές σήμερα δε χρειάζονται απλά έναν πολιτισμικά προσδιορισμένο αλφαβητισμό, αλ-λά ένα διαπολιτισμικά προσδιορισμένο αλφαβητισμό.
Βιβλιογραφία
Γκόβαρης Χ., «Εισαγωγή στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση», Ατραπός, Αθήνα 2004.
Κωνσταντοπούλου, Χ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γερμανός, Δ. & Οικονόμου, Θ. (Eds) (2000). “Εμείς” και οι “άλλοι”. Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα. (Ν. Μποζατζής, μεταφρ.). Αθήνα: τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδάνος. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε 1996). pp. 39-45, 49- 59, 73-81, 109-118 & 177-198.
Ινστιτούτο για τα Δικαιώματα, την Ισότητα και την Ετερότητα (i-RED) http://www.i-red.eu/?i=institute.el.glossary
Γιάκη Σπυριδούλα
Είχα ποστάρει την εργασία μου κατά λάθος μαζί με το κοινωνικό κεφάλαιο.Για αυτό την έβαλα τώρα εδώ.
Άννα Βερυκίου
Anna Verikiou
ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ
Η ετερότητα προέρχεται από τη λέξη ‘έτερος’ που σημαίνει ‘άλλος’. Σε διάφορες επιστήμες η ετερότητα χρίζει διαφορετικής σημασίας και ερμηνεύεται ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο απευθύνεται. Στην κοινωνιολογία για παράδειγμα είναι η διαφορετικότητα κατά την οποία το ‘εγώ’ το οποίο όταν νοιώθει άνετα και εντάσσεται στο ‘εμείς’ μπορεί να προσδιοριστεί σε σχέση με το άλλο αποκλείοντας το τελευταίο, και όταν πια υπάρχει ‘εμείς’ έχουμε τη δημιουργία μιας συλλογικής οντότητας (Wikipedia, ετερότητα). Στις διεθνείς σχέσεις έχει να κάνει με το συλλογικό επίπεδο των ‘εγώ’ όπου βρίσκουν κοινά στοιχεία και συνενώνονται σχηματίζοντας διακριτές οντότητες-τα έθνη τις ‘εμείς’ (Wikipedia, ετερότητα). Τα μεγέθη αυτά των συλλογικών οντοτήτων-εθνών-διαφέρουν και τα ‘εμείς’ τους αυτοπροσδιορίζονται σε σχέση με ‘άλλες’ διακριτές οντότητες-έθνη-των οποίων τα μέλη μετέχουν και μεταλαμβάνουν στα κοινά γνωρίσματα (Wikipedia, ετερότητα).
Η ετερότητα παίρνει όπως ειπώθηκε παραπάνω διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι δηλαδή κοινωνική, οικονομική, πολιτική, θρησκευτική, γλωσσική, φυλετική κλπ. Ο όρος πολιτισμική ετερότητα αναφέρεται στις διαφορές που προκύπτουν όταν συνυπάρχουν στο χώρο και στο χρόνο άτομα διαφορετικής προέλευσης, με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Κατά συνέπεια αυτό σημαίνει την συνύπαρξη διαφορετικών αξιακών συστημάτων, διαφορετικών πρακτικών και γενικά διαφορετική νοοτροπία και κουλτούρα σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας. Από την πολιτισμική ετερότητα προκύπτουν έννοιες όπως η διαπολιτισμικότητα, η οποία αναφέρεται ‘στον τρόπο με τον οποίο άτομα ή ομάδες ατόμων διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης διαχειρίζονται την πολιτισμική ετερότητα, δημιουργώντας μια νέα πολιτισμική ταυτότητα μέσω της συνεργασίας και του συγκερασμού χαρακτηριστικών από διαφορετικούς πολιτισμούς’ (Γεωργογιάννης, Π. 2008, Διαπολιτισμικότητα και Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, τομ.7, Πάτρα σελ 30.).
Έτσι η πολιτισμική ετερότητα δεν πρέπει να θεωρείται απειλή και ούτε να προξενεί κάθε είδους φόβο, καθώς δεν αποσκοπεί να εξαλείψει την ιδιαιτερότητα των διαφορετικών χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν τα άτομα, αλλά πολύ περισσότερο να συγκεράσει τα στοιχεία αυτών δημιουργώντας αυτοπεποίθηση σε όλα τα μέλη της ομάδας.
ΑΝΝΑ ΒΕΡΥΚΙΟΥ ( Α.Μ. 397)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Wikipedia, ετερότητα
Γεωργογιάννης, Π. 2008, Διαπολιτισμικότητα και Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, τομ.7, Πάτρα σελ 30..
Η έννοια του ετέρου, του «άλλου», συναντάται από τις απαρχές της οργανωμένης κοινωνίας και ειδικότερα σε έργα του Αισχύλου και του Αριστοφάνη, δίνοντας έμφαση στην έννοια του ανήκειν που έχει ανάγκη ο άνθρωπος ήδη από την αρχή της ύπαρξής του. Ο «άλλος» αποτελεί το διαφορετικό, το ξένο ως προς το «εμείς». Λόγω της διαφορετικής ταυτότητάς του αντιτάσσεται απέναντι στην εικόνα που έχει σχηματίσει το «εμείς» για τον εαυτό του (Καρακίτσιος, Καρασαββίδου, 2005).
Η ετερότητα προβλέπει την κατανόηση του «άλλου» με τη βοήθεια της επικοινωνίας, καθώς αποτελεί αναγκαία συνιστώσα της ταυτότητας. Η έννοια του ρατσισμού συμβάλλει στον αποκλεισμό του «άλλου» , δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στο «εμείς» και οι «άλλοι» (Κωνσταντοπούλου, et al.,2000). Βέβαια, η κατανόηση δεν είναι δεδομένη ούτε εύκολη, αφού ο έτερος, δηλαδή ο «άλλος», κρίνεται με υποτιμητικούς όρους και θεωρείται κατώτερος από το «εμείς». Η μη αποδοχή του «άλλου» αμβλύνει το χάσμα με το «εμείς» με αποτέλεσμα η κυρίαρχη ομάδα («εμείς») να προβάλλει πάνω στον ξένο τα δικά του ελαττώματα. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που βασίζεται στην προκατάληψη και στην καχυποψία (Αρβανίτη,2013). Επιπλέον, οι ισχυροί δεσμοί σε εθνικά, φυλετικά, θρησκευτικά και άλλα σύμβολα δημιουργούν διαφωνίες και αντιπαλότητες μεταξύ των πολιτών, ενώ όταν οι ελπίδες, τα όνειρα και οι επιθυμίες δεν καθρεφτίζονται στο σχολείο αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, τότε ο «άλλος» δεν έχει το αίσθημα του ανήκειν (Banks, 2008).
Ωστόσο, οι πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών οφείλουν να αποκτήσουν κριτική στάση απέναντι στον ρατσισμό και ευρύτερα στον κοινωνικό αποκλεισμό ομάδες ανθρώπων, αλλά και να ενισχύσουν την ύπαρξη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η κριτική στάση προβλέπει την ανάγκη για διάλογο μεταξύ των πολιτών μιας κοινωνίας, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν πως οι σύγχρονες κοινωνίες περιλαμβάνουν σύγχρονους πολίτες με χαρακτηριστικά που προέρχονται ταυτόχρονα από διάφορα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Βασικό ρόλο διαδραματίζει η εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικοί που την πλαισιώνουν, καθώς μέσω αυτής μπορούν να αντιτεθούν σε στερεοτυπικές αντιλήψεις και συμπεριφορές και ταυτόχρονα να συμπεριλάβουν συγκεκριμένες εκπαιδευτικές παραδοχές για την αποδοχή της διαφορετικότητας. (Αρβανίτης,2013).
Βιβλιογραφία
Αρβανίτη, Ε. (2013).Πολιτειακός πλουραλισμός, διαπολιτισμικότητα και μετασχηματιστική εκπαίδευση: Αναθεωρώντας το δίπολο εμείς και οι άλλοι. Επιστημονική Επετηρίδα του ΠΤΝ. Ιωάννινα: ΠΤΝ Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. (Υπό έκδοση).
Banks, J., A. (2008). Diversity, Group Identity, and Citizenship Education in a Global Age. Educational Researcher, 37(3), 129-139.
Καρακίτσιος, Α., Καρασαββίδου, Ε. (2005). Αναπαραστάσεις του μετανάστη στο παιδικό μυθιστόρημα. Κείμενα: Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, 3(1-17).
Κωνσταντοπούλου, Χ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γερμανός, Δ. & Οικονόμου, Θ. (2000).
“Εμείς” και οι “άλλοι”. Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα.
Αθήνα: τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδάνος.
Η έννοια της λέξης ετερότητα υπογραμμίζει τα διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ των ατόμων γι αυτό και συνδέεται με μία πληθώρα στοιχείων. Αφορά τη γλώσσα, τον πολιτισμό, το έθνος, τη θρησκεία καθώς και άλλα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν διαφορετικές ταυτότητες. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η ετερότητα γίνεται κατανοητή μέσα από την ύπαρξη των διαφορετικών ταυτοτήτων(Χατζησαββίδης, 2000).
Η δική μας ταυτότητα διακρίνεται από τις υπόλοιπες στο βαθμό που το «εμείς»- και ακόμα περισσότερο το «εγώ»- διαχωρίζεται από τους «Άλλους». Ο «Άλλος», ο «ανοίκειος» και «ξένος»- οι όροι δηλαδή με τους οποίους προσδιορίζουμε τους διαφορετικούς από εμάς ανθρώπους- διαμορφώνουν μία συνείδηση η οποία επηρεάζει την κοινωνική πραγματικότητα(Αρβανίτη, 2014). Υπό αυτή την έννοια, η ετερότητα αποκτά μία αρνητική σημασία ,ο «Άλλος» αντιμετωπίζεται σαν απειλή και καλλιεργείται ο φόβος για το άγνωστο και μη οικείο. Η διαφορετικότητα καθίσταται μη παραγωγική ενώ οι «Άλλοι» δεν έχουν θέση στον κοινωνικό διάλογο(Τζάνη).
Ωστόσο, οι κοινωνίες που διαμορφώνονται στη σύγχρονη εποχή καθιστούν απαραίτητη την αρμονική συμβίωση ανάμεσα σε άτομα διαφορετικών πολιτισμών και επομένως ανάμεσα σε ένα σύνολο διαφορετικών ταυτοτήτων. Η ετερότητα, υπό αυτή την έννοια, αποτελεί στοιχείο συλλογικότητας και σχετίζεται με την ανταλλαγή, την αλληλεπίδραση, τη μάθηση και την αμοιβαιότητα. Η διαμόρφωση δικτύων καθιστά δυνατή την ύπαρξη της συλλογικής ταυτότητας στην οποία ο «Άλλος» αποτελεί ευκαιρία για διαπολιτισμική συνάντηση. Με άλλα λόγια, υιοθετείται μία θετική στάση απέναντι στην ετερότητα στην οποία ο διαφορετικός δεν απορρίπτεται αλλά γίνεται αποδεκτός. Με αυτό τον τρόπο αρχίζει ένας διαπολιτισμικός διάλογος και μία διαδικασία συμπερίληψης του διαφορετικού σε ένα πλαίσιο συνεργατικής δράσης (Αρβανίτη, 2013).
Προκειμένου η ετερότητα να αποτελέσει στοιχείο διαπολιτισμικής ανταλλαγής και αμοιβαιότητας είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν νέοι κοινωνικοί χώροι όπου θα υπάρχει «ένα συστηματικό πλέγμα συνεργασίας, διαπολιτισμικού, διακοινοτικού και διαθρησκειακού διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων και ανάληψης κοινής δράσης»(Αρβανίτη, 2013). Με αυτό τον τρόπο «αναδεικνύεται μια ατζέντα για θέματα διαχείρισης του πολυπολιτισμού και της πολιτισμικής και θρησκευτικής διαφορετικότητας» (Αρβανίτη, 2013).
Η διαχείριση της ετερότητας λοιπόν προσεγγίζεται μέσα από την εκπαίδευση, ο χαρακτήρας της οποίας επαναπροσδιορίζεται με σκοπό να συμφωνεί με τη πολυπολιτισμικότητα. Η νέα αυτή μετασχηματιστική εκπαίδευση ως αποτέλεσμα του πολιτειακού πλουραλισμού, προκειμένου να είναι αποτελεσματική πρέπει να δέχεται χωρίς να κρίνει τη διαφορετικότητα προωθώντας νέα μοντέλα μάθησης. Η ύπαρξη του «Άλλου» συντελεί «στην ανάπτυξη του κριτικού αναστοχασμού της σύνθετης πολιτειακής ταυτότητας της διαφορετικότητας και της ηθικής και πολιτικής δέσμευσης σε αυτήν». Ακόμα, τα άτομα λαμβάνουν θετικά την ύπαρξη του διαφορετικού και αποκτώντας τις κατάλληλες δεξιότητες διαχειρίζονται την ετερότητα δημιουργικά (Αρβανίτη, 2013). Η ετερότητα καθίσταται παραγωγική όταν οι μαθητές προσδιορίζουν την ταυτότητά τους ανάμεσα σε ένα σύνολο πολιτισμικά διαφορετικών ταυτοτήτων και αναγνωρίζουν τις νέες δυνατότητες μάθησης που αυτή προσφέρει(Αρβανίτη, 2013).
Αρβανίτη, Ε. 2013, Πολιτειακός πλουραλισμός και μετασχηματιστική διαπολιτισμική εκπαίδευση: Αναθεωρώντας το δίπολο εμείς και οι άλλοι, Επιστημονική Επετηρίδα ΠΤΝ, Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Αρβανίτη, Ε., 2014. Διαπολιτισμικότητα και Πολιτισμικές Διαφορές, στο Ετερότητα και Εκπαίδευση: Ζητήματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, σημειώσεις e-class
Τζάνη, Μ., Η αναγκαιότητα του «άλλου»: Η ετερότητα πέρα από το μύθο
Χατζησαββίδης, Σ., 2000. Η γλωσσική ετερότητα ως κύρος: η περίπτωση της χρήσης της αγγλοαμερικανικής στα νέα ελληνικά
Η έννοια της ετερότητας σχετίζεται με τον «έτερο», δηλαδή τον «άλλον», τον «διαφορετικό». Περιγράφει την κοινωνική κατασκευή του «εμείς» και του «άλλοι». Πρόκειται για ένα «εγώ» που αυτοπροσδιορίζεται με βάση την ιδιότητα του άλλου, ο οποίος είναι διαφορετικός καθιστώντας έτσι την ταυτότητα του «εγώ» ως μοναδική. Η ετερότητα, επίσης, έχει να κάνει με την παρουσία ποικίλων διαφορών σχετικά με τη γλώσσα, τη θρησκεία, το ετερογενές περιβάλλον προέλευσης, τον πολιτισμό, τις απόψεις, τους τρόπους ζωής κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ετερότητα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια φυσιολογική κατάσταση πάνω στην οποία μάλιστα μπορεί να «επενδύσει» κανείς και όχι ως κάτι το προβληματικό.
Η ετερότητα προσλαμβάνει διάφορες μορφές: εθνική, εθνοτική, θρησκευτική, γλωσσική, πολιτισμική με κοινή σημασιοδότηση την αίσθηση του υποκειμένου ότι ανήκει σε μια συλλογικότητα, σε μια κοινότητα με κοινά ενοποιητικά χαρακτηριστικά. Οι δύο πρώτες μορφές ετερότητας (εθνική και εθνοτική) σχετίζονται με την αίσθηση του υποκειμένου καθώς και του περιγύρου του, ότι δηλαδή το συγκεκριμένο υποκείμενο ανήκει σε διαφορετική συλλογικότητα (κράτος, λαό, έθνος) από ότι ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού μιας χώρας. Η τρίτη μορφή ετερότητας, η θρησκευτική, σχετίζεται με την ένταξη του υποκειμένου σε κάποια θρησκευτική κοινότητα. Η τέταρτη, η γλωσσική, αφορά την ύπαρξη γλωσσικών κοινοτήτων διαφορετικών από τη δεσπόζουσα κοινότητα, όπου γίνεται χρήση της επίσημης, κυρίαρχης γλώσσας του κράτους. Τέλος η πέμπτη, η πολιτισμική, δεν αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία ετερότητας, αλλά έχει σχέση κυρίως με τις διαφορετικές ικανότητες που απαιτούνται από το υποκείμενο για να λειτουργήσει κανονικά στις διάφορες επικοινωνιακές περιστάσεις (Γκότοβος, 2002).
Η απόδοση χαρακτηρισμών όπως ξένος, ανοίκειος, διαφορετικός ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν μια άμυνα του εγώ μας όπου προβάλλουμε στον άλλο ό,τι κατώτερο και αρνητικό χαρακτηριστικό του εαυτού μας.
Ο Δαμανάκης (2000) διακρίνει τέσσερις τύπους-προσεγγίσεις σχετικά με την ετερότητα: η a priori δεδομένη και διατηρήσιμη ετερότητα, η αφελής-καλοπροαίρετη διαπολιτισμική προσέγγιση της ετερότητας, η σχετικοποιημένη ετερότητα.
και η εγωκεντρικά και εθνοκεντρικά διαγνωσμένη ετερότητα. Στην πρώτη προσέγγιση η ετερότητα δεν είναι αποδεκτή καθώς αποτελεί κριτήριο κατηγοριοποίησης και διαφορετικής αντιμετώπισης των διαφορετικών ατόμων. Αυτοί που υποστηρίζουν τη δεύτερη προσέγγιση διάκεινται υπέρ των δικαιωμάτων των πολιτισμικά διαφορετικών ατόμων. Αυτοί που υποστηρίζουν την εγωκεντρικά και εθνοκεντρικά διαγνωσμένη ετερότητα ερμηνεύουν την ετερότητα του «άλλου» με βάση μια κάπως εγωιστική και εθνοκεντρική τάση. Η σχετικοποιημένη ετερότητα βασίζεται στην σχετικότητα των αξιών. Έτσι και ο «άλλος» γίνεται αποδεκτός ως μία από τις πολλές ετερότητες.
Είναι γεγονός ότι σήμερα οι πιο πολλές κοινωνίες αντιμετωπίζουν την ετερότητα μέσα από διαδικασίες ενσωμάτωσης και συμπερίληψης. Είναι απαραίτητη η αλλαγή των εκπαιδευτικών πρακτικών, ώστε η ετερότητα να αντιμετωπίζεται ως πλεονέκτημα και όχι ως εμπόδιο. Ο εκπαιδευτικός οργανισμός του κράτους καλείται να αναμορφώσει τους διάφορους άξονες της εκπαιδευτικής πολιτικής του και να διευκολύνει την προσαρμογή παιδιών από διαφορετικά περιβάλλοντα. Πρέπει να προωθήσει αξίες του πολιτειακού πλουραλισμού όπως ο σεβασμός, η αλληλεγγύη, ο διάλογος και η αμοιβαιότητα. Επιδιώκεται με αυτόν τον τρόπο ο εμπλουτισμός των επιβεβλημένων «ορθών» μορφωτικών αγαθών, ώστε να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο πολιτισμικού πλουραλισμού μακριά από την πολιτισμική ομοιογένεια που εξοστρακίζει το διαφορετικό (Κωνσταντοπούλου, Χ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γερμανός, Δ., Οικονόμου, Θ., 2000). Επιπλέον, για την παραγωγική διαχείριση της ετερότητας προτείνεται η μετασχηματιστική διαπολιτισμική παιδαγωγική προσέγγιση υπό το πρίσμα του πολιτειακού πλουραλισμού. Μέσω της μετασχηματιστικής εκπαίδευσης οι μαθητές θα αποκτήσουν διαπολιτισμικές στάσεις και δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν στην κατανόηση των διαφορετικών ταυτοτήτων καθώς και στην ερμηνεία της αλληλεξάρτησης των κοινωνιών (Banks, 2008). Σταδιακά θα δημιουργηθεί ένα πολίτης αναστοχαστικός, συνεργατικός σε μια διαπολιτισμική κοινωνία που αξιοποιεί και αναδεικνύει την ετερότητα (Αρβανίτη, 2013).
Βιβλιογραφία
Αρβανίτη, Ε. (2013). Πολιτειακός πλουραλισμός, διαπολιτισμικότητα και μετασχηματιστική εκπαίδευση: Αναθεωρώντας το δίπολο “εμείς” και “οι άλλοι”. Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 6. 90-123.
Banks, J.A. (2008). Diversity, group identity, and citizenship education in a global age. Educational Researcher. 37(3). 129–139.
Γκότοβος, Α. (2001). Οικουμενικότητα, ετερότητα και ταυτότητα: Η επαναδιαπραγμάτευση του νοήματος της παιδείας. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Γκότοβος, Α. (2002). Εκπαίδευση και ετερότητα: Ζητήματα Διαπολιτισμικής Παιδαγωγικής. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Δαμανάκης, Μ. (2000). Η πρόσληψη της διαπολιτισμικής προσέγγισης στην Ελλάδα. Επιστήμες της Αγωγής. 1-3. 3-23.
Κωνσταντοπούλου, Χ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γερμανός, Δ., Οικονόμου, Θ. (2000). «Εμείς» και οι «Άλλοι»: Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Ο όρος «ετερότητα» εμφανίζεται ήδη στα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη, με την έννοια «διαφορά γένους ή ουσιώδης διαφορά». Στα λεξικά της νέας ελληνικής η «ετερότητα» ορίζεται ως «η κατ’ είδος ή τάξιν ή θέσιν ‘η άλλην τινά ιδιότητα διαφορά». Ανάλογο περιεχόμενο προσλαμβάνει και η αντίστοιχη αγγλική λέξη ‘‘otherness”, η οποία ορίζεται ως “the quality of being other, difference, diversity’’.(Χατζησαββίδης, 2000). Από τη σκοπιά των επιστημόνων, η ετερότητα συσχετίζεται με την ταυτότητα και αντιπαρατίθεται προς αυτήν: σύμφωνα με το λόγο των ψυχολόγων, η ταυτότητα ορίζεται ως το σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν την υποκειμενικότητα των ατόμων και των ομάδων, ενώ σύμφωνα με τους ανθρωπολόγους ως το σύνολο των πολιτισμικών χαρακτηριστικών και στοιχείων ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας που καταγράφει ο ανθρωπολόγος και είναι διαφορετικά από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και στοιχεία που συγκροτούν την υποκειμενικότητα του ανθρωπολόγου-ερευνητή (Αβδελά, 1995). Τα στοιχεία που συγκροτούν αυτή την ετερότητα είναι, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είτε αυτά που παραπέμπουν σε πολιτισμικές διαφορές, όπως το χρώμα, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, η σωματική και πνευματική μειονεξία κ.ά. είτε αποτελούν πολιτισμικές διαφορές, όπως οι συνήθειες στην καθημερινή ζωή, η συμπεριφορά, η θρησκεία, η γλώσσα κ.ά. (Χατζησαββίδης, 2000). Το πρόβλημα ωστόσο που ανακύπτει είναι ότι αυτά τα μη οικεία βιολογικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν μία ταυτότητα συνήθως κρίνονται αρνητικά από τα μέλη μιας άλλης κοινωνικής ομάδας. Έτσι, ο «άλλος», ο «έτερος», ο «ξένος», ο «διαφορετικός», ο «αποκλίνων», ο «ανοικείος» προσδιορίζεται αντιθετικά προς το «ταυτός», το «εγώ» και το «εμείς» και του αποδίδεται ό,τι κατώτερο, απειλητικό, απαξιωτικό, ανεπιθύμητο του «εαυτού» (Αρβανίτη, 2013).
Οι σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες προσανατολίζονται στη διαχείριση της διαφορετικότητας μέσα από διαδικασίες ενσωμάτωσης και συμπερίληψης. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται αναγκαία η απόκτηση, εκ μέρους των πολιτών, μιας κριτικής επίγνωσης της ετερότητας, καθώς και μια αναστοχαστική κριτική συνείδησης των εσωτερικών αναπάραστάσεων που αυτή φέρνει. Στην κατεύθυνση αυτή προσανατολίζεται το σύγχρονο σχολείο με την υιοθέτηση μιας μετασχηματιστικής διαπολιτισμικής παιδαγωγικής, στο πλαίσιο της οποίας η πολιτισμική ετερότητα παύει να λειτουργεί ως εμπόδιο και γίνεται συγκριτικό πλεονέκτημα για το σύνολο των μαθητών, καθώς συμβάλλει στην προσωπική και κοινωνική τους εξέλιξη. Στο πλαίσιο της μετασχηματιστικής εκπαίδευσης οι μαθητές αποδέχονται τις ταυτότητές τους και τον πλουραλισμό των πολιτισμικών προτύπων και οπτικών και μαθαίνουν να διαχειρίζονται τη διαφορετικότητα με τρόπο αποδοτικό και παραγωγικό. Η παραγωγική διαχείριση της ετερότητας στους κόλπους της μετασχηματιστικής διαπολιτισμικής παιδαγωγικής συμβάλλει στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών χώρων μάθησης, αμοιβαιότητας, διαλόγου, αλληλεγγύης και συνεργειών. Η μετασχηματιστική παιδαγωγική προσέγγιση στοχεύει, λοιπόν, στη μόρφωση ενεργών και πολυσυμμετοχικών πολιτών, που έχουν την ικανότητα να διαχειρίζονται αποτελεσματικά το ετερόκλητο πλαίσιο μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, καθώς αποκτούν, μέσω αυτής, νέα εργαλεία διαπολιτισμικής κατανόησης, διαμεσολάβησης, επικοινωνίας και επίγνωσης της διαφορετικότητας και της ετερότητας, αλλά και αναστοχαστικής δράσης (Αρβανίτη, 2013).
Βιβλιογραφία:
Αρβανίτη, Ε. (2013). Πολιτειακός πλουραλισμός, διαπολιτισμικότητα και μετασχηματιστική εκπαίδευση: Αναθεωρώντας το δίπολο “εμείς” και “οι άλλοι”. Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 6, 90-123.
Αρβανίτη, Ε. (2014). Διαπολιτισμικότητα και Πολιτισμικές Διαφορές στο Ετερότητα και Εκπαίδευση: Ζητήματα Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Ανακτήθηκε 26 Δεκεμβρίου από: https://eclass.upatras.gr
Χατζησαββίδης, Σ. (2000). Η γλωσσική ετερότητα ως κύρος: η περίπτωση της χρήσης της αγγλοαμερικανικής στα νέα ελληνικά. Γλώσσα 50, σ. 29-38
Αβδελλά, Ε. (1995) Ετερότητα και ταυτότητα: ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, Σύγχρονα Θέματα 54,σσ.17-20. Ανακτήθηκε 26 Δεκεμβρίου από: http://el.wiktionary.org/wiki
Σύμφωνα με την Αριστοτελική Συγκρότηση, ετερότητα είναι η ιδιότητα του «διαφέρειν» στο πνεύμα ή η ουσιώδης διαφορά. Από κοινωνιολογική σκοπιά, ετερότητα είναι η διαφορετικότητα κατά την οποία, το «εγώ» το οποίο όταν νοιώθει άνετα και εντάσσεται στο «εμείς» (πράγμα που υπονοεί μια άνεση του «εμείς» ως προς το «εγώ») μπορεί να προσδιοριστεί σε σχέση με το «άλλο» αποκλείοντας το τελευταίο. Όταν πια υπάρχει «εμείς» έχουμε τη δημιουργία μιας συλλογικής οντότητας. Με τον όρο ετερότητα λοιπόν ορίζεται η πέραν της ατομικής, κοινωνικής, εθνικής ή άλλης ταυτότητας πραγματικότητα, η διαφορά δηλαδή που ορίζει αρνητικά και την ταυτότητα. Πρέπει να επισημανθεί ότι ετερότητα είναι επίσης η κατάσταση στην οποία ένα άτομο αναγνωρίζει ότι είναι μοναδικά διαφορετικός/-ή από άλλους ανθρώπους. Ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες και τις σχέσεις ισχύος και εξουσίας και τις προοπτικές επιβίωσης ή ένταξης και ανέλιξης, οι μειοψηφικές-μειονοτικές ομάδες απορρίπτουν την ιδιότητά τους ως «άλλοι» στο πλαίσιο αυτής της κοινωνικής δυναμικής των διακρίσεων, του αποκλεισμού και της διεκδίκησης δικαιωμάτων και ισότιμης κοινωνικής συμμετοχής. Η ετερότητα στο λόγο των επιστημόνων συσχετίζεται με την ταυτότητα και αντιπαρατίθεται προς αυτήν: σύμφωνα με το λόγο των ψυχολόγων, η ταυτότητα ορίζεται ως το σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν την υποκειμενικότητα των ατόμων και των ομάδων• σύμφωνα με το λόγο των ανθρωπολόγων ορίζεται ως το σύνολο των πολιτισμικών χαρακτηριστικών και στοιχείων ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας που καταγράφει ο ανθρωπολόγος και είναι διαφορετικά από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και στοιχεία που συγκροτούν την υποκειμενικότητα του ανθρωπολόγου-ερευνητή (Αβδελά, 1995). Η έννοια της πολιτισμικής ετερότητας αναφέρεται στη διαφοροποίηση των μελών μιας κοινωνίας σε επίπεδο έθνους, εθνότητας, θρησκείας κ γλώσσας. Όπως αναφέρει ο Γκότοβος, η ετερότητα είναι συλλογικές ταυτότητες και αφορά την ένταξη των ανθρώπων σε συλλογικότητες, άρα σε κοινωνικές ομάδες. Από αυτή την ένταξη σε συλλογικότητες προκύπτουν νέες κοινωνικές ταυτότητες. Η πολιτισμική ταυτότητα ή ετερότητα έχει ως περιεχόμενο τις ιδιότητες, τις στάσεις, τις αξίες, τις συμπεριφορές που εμφανίζει το υποκείμενο. Ο Νικολάου προσθέτει στις ιδιότητες της πολιτισμικής ετερότητας και τις ταξικές διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με την κοινωνική προέλευση του ατόμου. Ο Δαμανάκης τονίζει ότι η πολιτισμική ετερότητα διαμορφώνεται από τις κοινωνικοπολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Η πολιτισμική ταυτότητα ενός λαού περιλαμβάνει την ιστορική του κληρονομιά, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τους τρόπους συμπεριφοράς και τη λαϊκή του παράδοση. Συνεπώς, η πολιτισμική ταυτότητα δεν είναι κληρονομική, αλλά επίκτητη. Η σύγχρονη κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια έντονη πολυπολιτισμικότητα. Οι μετανάστες πηγαίνουν για να μείνουν σε χώρες εγκατάστασης και η παρουσία τους σε αυτές κάνει απαραίτητη τη διαχείριση της ετερότητας και την εμπέδωση διαδικασιών κοινωνικής ένταξης και συμπερίληψης μέσω των οποίων θα δημιουργηθούν κοινωνίες συνοχής, αμοιβαιότητας, συνεργασίας (Αρβανίτη, 2013). Ο σύγχρονος πολίτης έρχεται σε επαφή με το διαφορετικό, τον ανοίκειο, τον ξένο, τον πολιτισμικά Άλλο και πρέπεινα συνυπάρξει. Πώς όμως ο ένας μπορεί να δεχτεί τον Άλλο; Ο Άλλος δεν είναι μόνον μια μονοσήμαντη πραγματικότητα, δεν έχει δηλαδή μονοδιάστατο χαρακτήρα ως συνθήκη ύπαρξης. Γι’ αυτούς που ερευνούν την Αλήθεια χωρίς προκαταλήψεις και σύνδρομα, ο Άλλος μπορεί να είναι αναγκαίος για την επιβίωση, βιολογική επιλογή π.χ. ο άνδρας και η Γυναίκα, το Άρρεν και το Θήλυ⋅ Μπορεί να είναι ο Εθνικός Άλλος, ο Πολιτισμικός Άλλος. Η φύση χωράει το πολύτροπο, το πολύμορφο, το ποικίλο και το πολυσχιδές και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο επιτυγχάνει την «αρμονία» και το σύμπαν ως «Κόσμο». Υπάρχουν όμως και μερικές κατασκευές «Άλλου» και Ετερότητας, οι οποίες είναι κοινωνιογενείς από την άποψη ότι τις δημιουργούν δυνάμεις και παράγοντες της Κοινωνίας, με σκοπό την εκμετάλλευση, τη χειραγώγηση των ανθρωπίνων κοινωνιών και τον απόλυτο έλεγχο στο ανθρώπινο είδος. Είναι ο φυλετικός Άλλος , ο χωροταξικός Άλλος, ο θρησκευτικός, ο ποδοσφαιρικός, ο αισθητικός Άλλος, ο ιδεοπολιτικός Άλλος , ο εξουσιαστικός Άλλος, ο οικονομικός Άλλος π.χ. ο οικονομικός πρόσφυγας και ο οικονομικός γηγενής(Τζανή Μ., 2003). Η κατασκευή του «εχθρού Άλλου», η κατασκευή του Άλλου ως απειλή, η κατασκευή του αλόγιστα φανατικού Άλλου, βασίζεται στο φόβο του αγνώστου, που τροφοδοτεί και αναπαράγει το μίσος και τη μισαλλοδοξία. Η κατασκευή αυτή ακυρώνει στην πράξη τα ανθρώπινα δικαιώματα που είναι τα μεγάλα επιτεύγματα της ανθρώπινης κοινωνίας. Έτσι, ο Άλλος τελικά είναι αναγκαίος (Τζανή Μ.,2003). Επειδή είναι αυτός που επιτρέπει μια ασφαλή πορεία προς αυτογνωσία. Όσο πιο οικείος και αποδεκτός μας γίνεται ο Άλλος, τόσο κατανοούμε τον εαυτό μας, γνωρίζουμε τα όριά μας και διευρύνουμε την συνείδησή μας σε συμπαντική «ανώτερη συνείδηση». Ο φόβος του Άλλου εκτοπίζεται από την κατανόηση και αποδοχή της διαφορετικότητας και η ζωή αποκτά νόημα, γίνεται πιο χαριτωμένη έως συγκλονιστική. Το Εγώ μαθαίνει να αποδέχεται το Εσύ, επειδή το κατανοεί, του γίνεται οικείο.
Αυτή τη μάθηση και την εξοικείωση με το Άλλο καλούνται να προκαλέσουν τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα μέσω μιας μετασχηματιστικής εκπαίδευσης που στηρίζεται στην πολυπλοκότητα της διαφορετικότητας των μαθητών και τις νέες τεχνολογίες (Αρβανίτη, 2013). Με βάση τη μετασχηματιστική εκπαίδευση οι μαθητές εξερευνούν την πολιτισμική ποικιλία και εκτιμούν τις ιδιαιτερότητες της κουλτούρας των άλλων λαών, σκέφτονται τις αξίες του δικού τους πολιτισμού, την έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας και πώς αυτή μπορεί να διαμορφωθεί υπό το καθεστώς της συνύπαρξης λαών με διαφορετική πολιτισμική υποδομή, μαθαίνουν να σέβονται το διαφορετικό, έτσι όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τις διαφορετικές κουλτούρες. Επίσης, γνωρίζοντας την κουλτούρα του άλλου γνωρίζουν καλύτερα και τον εαυτό τους, ή αντίστροφα, γνωρίζοντας καλύτερα την κουλτούρα τη δική τους, γνωρίζουν καλύτερα και την κουλτούρα των άλλων. Συμπερασματικά, το σχολείο που κυριαρχεί στην κοινωνία του πολιτειακού πλουραλισμού καλλιεργεί αξίες όπως ο διάλογος, η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα και ο σεβασμός, που οδηγούν στην οικοδόμηση μιας καλύτερης κοινωνίας με έντονο το στοιχείο της διαφορετικότητας και της ετερότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αρβανίτη, Ε. (2013). Πολιτειακός πλουραλισμός, διαπολιτισμικότητα και μετασχηματιστική εκπαίδευση: Αναθεωρώντας το δίπολο “εμείς” και “οι άλλοι”. Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 6, 90-123.
Πολιτισμική ετερότητα, Στοιχεία διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο νέο βιβλίο της Β΄ Γενικού Λυκείου, Πολιτική και Δίκαιο (2009), Καλλιόπη Παπακωνσταντίνου – Λεωνίδας Κατσίρας, Αθήνα, ΟΕΔΒ
Νικολάου Γ.(2005). Διαπολιτισμική Διδακτική, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Τζανή, Μ. (2003) Η αναγκαιότητα του «άλλου»: Η ετερότητα πέρα από το μύθο. benl.primedu.uoa.gr/conference/tzani-el.pdf
Γκότοβος, Α. (2002). Εκπαίδευση και ετερότητα, Αθήνα: Μεταίχμιο
Δαμανάκης, Μ. (2001). Η εκπαίδευση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών στην Ελλάδα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα.
Αβδελλά, Ε. (1995) Ετερότητα και ταυτότητα: ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, Σύγχρονα Θέματα 54, σσ. 17-20.
http://el.wiktionary.org/wiki
Ο όρος ετερότητα αποτελεί ελληνική απόδοση του όρου alterity. Η ρίζα (ετερο-) προέρχεται από το λατινικό alter που σημαίνει ο άλλος από δύο άτομα και περιγράφει την κοινωνική κατασκευή του εμείς και οι άλλοι. Η έννοια της ετερότητας αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για κάθε κοινωνιογνωστικό σύστημα κατηγοριοποιήσεων και αναπαραστάσεων του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Στη σύγχρονη εποχή, η μετακίνηση πληθυσμών και η εγκατάσταση μεταναστών σε ξένες χώρες έχει ως αποτέλεσμα την παρουσία διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων μέσα σε μία κοινωνία, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό εμφανή την πολιτισμική ανομοιογένεια των σύγχρονων εθνικών κρατών. Συνεπώς, στο σύγχρονο κόσμο όλες οι κοινωνίες είναι ετερογενείς και η σχέση με τους ξένους ανάγεται σε μία κρίσιμη σχέση, καθώς αναπτύσσεται ένας ρατσισμός, μία ξενοφοβία και μία μισαλλοδοξία (Gudykunst & Kim, 1984).
Το άτομο, ως πρόσωπο, αποτελεί μέλος διαφορετικών ομάδων και η ταυτότητά του επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες συμμετέχει (Young, 1990). Με άλλα λόγια, κάθε άτομο ανήκει σε πολλαπλές συλλογικότητες, είναι «πολυταυτοτικό» υποκείμενο και η ταυτότητά του αφορά τις διαφοροποιήσεις του σε φυλετικό, εθνικό, θρησκευτικό, γλωσσικό και πολιτισμικό επίπεδο. Άλλωστε, η έννοια της ετερότητας στην κοινωνία συνδέεται με την προσπάθεια του ανθρώπου να συλλάβει την ποικιλία ταυτοτήτων των ανθρώπων που τον περιστοιχίζουν (Γκότοβος, 2002).
Με τον όρο ετερότητα «οι ανθρωπολόγοι προσδιορίζουν το σύνολο των στοιχείων που τονίζουν ανθρώπινες ιδιομορφίες ή διαφορές. Στοιχεία όπως η καταγωγή, το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, ο πολιτισμός χαρακτηρίζουν ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων και την εντάσσουν σε μία συλλογικότητα η οποία διαφοροποιείται (έναντι της πλειοψηφίας)» (Γκέφου-Μαδιανού, 1999, σελ.11).
Στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες ο πλουραλισμός αποτελεί μια δυναμική διαδικασία συνάντησης ετεροτήτων, καθώς η επαφή ενός ατόμου με ένα άλλο άτομο συνεπάγεται την επαφή του με μια διαφορετική ταυτότητα. Ο άλλος, ο έτερος, ο ξένος, ο διαφορετικός, ο αποκλίνων, ο ανοίκειος προσδιορίζεται αντιθετικά προς το ταυτός, το εγώ και το εμείς και συνήθως αποτελεί προϊόν ενός αμυντικού μηχανισμού του εμείς, το οποίο προβάλλει στον άλλο ότι κατώτερο, απειλητικό, απαξιωτικό, ανεπιθύμητο, του εαυτού που απωθείται στον άλλο (Αρβανίτη, 2013). Ο Sennett (1990, όπ. αναφ. στο Σταυρίδης, 2009) πιστεύει πως για να αντιληφθεί ένα άτομο τον έτερο πρέπει να κάνει έργο του την αποδοχή του εαυτού του ως ανολοκλήρωτου, ώστε να υπάρχουν περιθώρια συναλλαγής και συνύπαρξης.
Η ετερότητα αποτελεί συστατική συνιστώσα της ταυτότητας, καθώς η συγκρότηση και διαμόρφωση μιας ταυτότητας σημαίνει ότι ένα σύνολο μοιάζει και ταυτόχρονα διαφέρει από κάποιο άλλο. Οι έννοιες του εαυτού και του άλλου είναι κατά βάση συμπληρωματικές, συστατικά στοιχεία του αισθήματος της προσωπικής ταυτότητας (Gudykunst & Kim, 1984). Η ταυτότητα αντιδιαστέλλεται προς την ετερότητα και την θεματοποιεί, με αποτέλεσμα η ετερότητα να λαμβάνει τόσες μορφές όσες και η ταυτότητα. Η ετερότητα προσλαμβάνει μορφές όπως γλωσσική, εθνική, εθνοτική, θρησκευτική, πολιτισμική. Η πρώτη μορφή ετερότητας σχετίζεται με την ύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών κοινοτήτων από την κυρίαρχη κοινότητα, η οποία χρησιμοποιεί την επίσημη γλώσσα του κράτους. Οι δύο επόμενες μορφές, εθνική και εθνοτική, αφορούν την αίσθηση του υποκειμένου ότι ανήκει σε μια διαφορετική συλλογικότητα (κράτος ή λαό και έθνος αντίστοιχα) σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η τέταρτη μορφή αφορά την ένταξη του υποκειμένου σε κάποια θρησκευτική κοινότητα. Η πέμπτη δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είναι μία διαφορετική μορφή ετερότητας, αλλά διαμορφώνεται από τα υπόλοιπα είδη ετεροτήτων και σχετίζεται με τις ικανότητες που απαιτούνται εκ μέρους του ατόμου προκειμένου να λειτουργήσει στις διάφορες επικοινωνιακές περιστάσεις και γενικά στην επικοινωνιακή αλληλεπίδραση σε σχέση με εκείνες που διαθέτει ως αποτέλεσμα κοινωνικοποίησης σε ένα κοινωνικό χώρο διαφορετικό σε σύγκριση με αυτόν στον οποίο δραστηριοποιείται (Γκότοβος, 2002).
Οι σύγχρονες κοινωνίες πολιτισμικής ποικιλίας και ετερότητας προσανατολίζονται στη διαχείριση της διαφορετικότητας μέσα από διαδικασίες ενσωμάτωσης και συμπερίληψης. Στην κατεύθυνση αυτή, η διαπολιτισμική εκπαίδευση θεωρεί μείζονος σημασίας τη σχολική μεταρρύθμιση με την αναθεώρηση των εκπαιδευτικών πρακτικών, ώστε η πολιτισμική ετερότητα να μη λειτουργεί ως εμπόδιο, αλλά ως εφόδιο για το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού για την πνευματική και κοινωνική του εξέλιξη. Η παραγωγική διαχείριση της ετερότητας στους κόλπους του εκπαιδευτικού συστήματος δύναται να επιτευχθεί μέσω της μετασχηματιστικής διαπολιτισμικής παιδαγωγικής προσέγγισης, περιβεβλημένης του πολιτειακού πλουραλισμού, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργούνται νέοι κοινωνικοί χώροι μάθησης, αμοιβαιότητας, αλληλεγγύης και σεβασμού. Η μετασχηματιστική εκπαίδευση στοχεύει στη μόρφωση ενεργών και πολυσυμμετοχικών πολιτών που έχουν την ικανότητα να διαχειρίζονται αποτελεσματικά το ετερόκλητο πλαίσιο μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας (Αρβανίτη, 2013).
Βιβλιογραφία
Αρβανίτη, Ε. (2013). Πολιτειακός πλουραλισμός, διαπολιτισμικότητα και μετασχηματιστική εκπαίδευση: Αναθεωρώντας το δίπολο “εμείς” και “οι άλλοι”. Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 6, 90-123.
Γκέφου – Μαδιανού, Δ. (1999). Πολιτισμός και Εθνογραφία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Γκότοβος, Α. (2002). Εκπαίδευση και ετερότητα: Ζητήματα διαπολιτισμικής παιδαγωγικής. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Gudykunst, W. B., & Kim, Y. Y. (1984). Communicating with strangers: An approach to intercultural communication. New York: Mc Graw-Hill.
Σταυρίδης, Σ. (2009). Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.
Young, I. (1990). Justice and the Politics of Difference. Princeton: Princeton University Press.
Η λέξη “ετερότης” εμφανίζεται ήδη στα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη με την έννοια “διαφορά γένους ή ουσιώδης διαφορά” (Lidell & Scott). Η ετερότητα ορίζεται από τα λεξικά της νέας ελληνικής ως “η κατ΄είδος ή τάξιν ή θέσιν ή άλλην τινά ιδιότητα διαφορά, διάφορος ιδιότης, διαφορότης” (Δημητράκος, 1938), “η κατά τάξη, είδος, θέση ή άλλη ιδιότητα διαφορά” (Τεγόπουλος-Φυτράκης, 1991). Ανάλογο περιεχόμενο έχει στα αγγλικά και η αντίστοιχη αγγλική λέξη otherness, η οποία ορίζεται ως “the quality of being other, difference, diversity” (Oxford, 1971). Παρόλο ότι η λέξη παρουσιάζεται από την αρχαιότητα, σήμερα φαίνεται να αποτελεί ένα νεολογισμό κατασκευασμένο από τους διανοούμενους των κοινωνικών επιστημών. Ως έννοια βέβαια η ετερότητα πρέπει να υφίσταται ήδη από την εποχή της δημιουργίας των πρώτων ανθρώπινων κοινωνιών ή με άλλα λόγια από τη στιγμή που το άτομο άρχισε να διαμορφώνει την υποκειμενικότητά του μέσω της επικοινωνίας του με άλλα άτομα (Χατζησαββίδης, 2000).
Ετερότητα σημαίνει αναγνώριση, εκτίμηση, δεκτικότητα του διαφορετικού στοιχείου, του «ξένου» προς εμάς. Η αναγνώριση του διαφορετικού τρόπου ζωής, της διαφορετικής νοοτροπίας, της διαφορετικής σκέψης και εν τέλει των διαφορετικών κοινωνικών καταβολών είναι λοιπόν το πρώτο στάδιο. Το δεύτερο στάδιο είναι η εκτίμηση και η αντίληψη της κάθε νοοτροπίας και των κάθε κοινωνικών λειτουργιών και προτύπων (εφόσον βέβαια δεχόμαστε το διαφορετικό ως κάτι ίσο και όχι ως κάτι κατώτερο ή ανώτερο). Τέλος μένει η δεκτικότητα του διαφορετικού, όχι σαν κάτι το οποίο πρέπει να κριθεί και να σχολιαστεί (με βάση τα επιβεβλημένα κοινωνικά πρότυπα και όχι την γενική τοποθέτηση της προσωπικής μας άποψης), αλλά ως έχει, δηλαδή τη δεκτικότητα ενός άλλου πολιτισμού και ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών ή και εμφανισιακών χαρακτηριστικών. (στο http://babushkagr.blogspot.gr/2012/07/blog-post_4385.html).
Όπως γίνεται σαφές από την οριοθέτηση της έννοιας της ετερότητας που επιχειρήθηκε προηγουμένως, τα στοιχεία που συγκροτούν την ετερότητα στις σύγχρονες δυτικού τύπου κοινωνίες είναι όλα τα χαρακτηριζόμενα διά του λόγου των υποκειμένων ως ανοίκεια στοιχεία, που είτε παραπέμπουν σε πολιτισμικές διαφορές, όπως το χρώμα, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, η σωματική και πνευματική μειονεξία κ.ά. είτε αποτελούν πολιτισμικές διαφορές, όπως οι συνήθειες στην καθημερινή ζωή, η συμπεριφορά, η θρησκεία, η γλώσσα κ.ά. Τα ανοίκεια προς μία βιολογικά και πολιτισμικά ομοιογενή κοινωνική ομάδα χαρακτηριστικά κρίνονται συνήθως από αυτήν αρνητικά, χωρίς βέβαια να αποκλείονται και οι περιπτώσεις -συνήθως λίγες- κατά τις οποίες κρίνονται θετικά (Χατζησαββίδης, ο.π.)
Για το χώρο της εκπαίδευσης η παρουσία και συνύπαρξη ομάδων με διαφορετικές γλώσσες στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον μεταφράζεται σε παρουσία αλλόγλωσσων μαθητών με άγνωστο και/ή μη αποδεκτό πολιτισμικό υπόβαθρο στο περιβάλλον του ελληνικού σχολείου. Το ελληνικό σχολείο, οπουδήποτε στην ελληνική επικράτεια, φιλοξενεί και μαθητές που διαφέρουν πολιτισμικά και που είναι, τουλάχιστον εν δυνάμει, δίγλωσσοι. Φέρνουν οι μαθητές αυτοί τη γλώσσα /τις γλώσσες τους στο σχολείο και δημιουργείται έτσι, στο επίπεδο της γλώσσας, μια γλωσσική πολυμορφία με την Ελληνική σε διγλωσσική σχέση με σειρά άλλων γλωσσών. Η Ελληνική είναι η επίσημη γλώσσα της κυρίαρχης ομάδας και του σχολείου. Το γεγονός αυτό θέτει την εκπαιδευτική κοινότητα μπροστά σε διλήμματα που είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που τίθενται για την Ελληνική και για τα ελληνικά σχολεία εκτός Ελλάδας (Βρατσάλης & Σκούρτου, 2000).
Εδώ προβάλλεται ο ρόλος της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στη διαχείριση των νέων καταστάσεων. Μέσω της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης επιχειρείται η διαχείριση της πολιτισμικής ετερότητας μέσω ποικίλων πρακτικών και προτύπων. Η ετερότητα προσλαμβάνει διάφορες μορφές: εθνική, εθνοτική, θρησκευτική, γλωσσική, πολιτισμική με κοινή σημασιοδότηση την αίσθηση του υποκειμένου ότι ανήκει σε μια συλλογικότητα, σε μια κοινότητα με κοινά ενοποιητικά χαρακτηριστικά. Διακρίνονται δύο μηχανισμοί γένεσης πολιτισμικής ετερότητας: ο εγχώριος, ο οποίος εξαρτάται από τη σύνθεση των πληθυσμών που κατοικούν σε ένα κράτος και ο εισαγόμενος, όπως αυτός διαμορφώνεται μέσω της εισροής μεταναστών και των σύστοιχων αλλότριων πολιτισμικών στοιχείων. Εν όψει της «εισαγόμενης» ετερότητας ο εκπαιδευτικός οργανισμός ενός κράτους καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τεχνικά (διευκόλυνση προσαρμογής παιδιών από διαφορετικά περιβάλλοντα) όσο και ιδεολογικά προβλήματα (αιτήματα και πιέσεις για αναμόρφωση διαφόρων αξόνων της εκπαιδευτικής πολιτικής). Έτσι τίθεται το ζήτημα του εμπλουτισμού των μορφωτικών αγαθών που έχει επιβάλλει η κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας με στόχο την πραγμάτωση ενός πολιτισμικού πλουραλισμού με αποτροπή μιας ενδεχόμενης περιχαρακωμένης πολιτισμικής ομοιογένειας που εξοστρακίζει το διαφορετικό (Κωνσταντοπούλου, Χ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γερμανός, Δ., Οικονόμου, Θ., 2000).
Τα διάφορα μοντέλα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και η εφαρμογή διαπολιτισμικών καινοτομιών έχουν αναπόφευκτα κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η εκπαιδευτική πραγματικότητα άλλωστε συνδέεται άμεσα με την πολιτική εξουσία. Η εκάστοτε διαχείριση της πολιτισμικής ετερότητας πρέπει να προσαρμόζεται στο κάθε κοινωνικό περιβάλλον και να λαμβάνει υπόψη της τους κινδύνους εντάσεων, τριβών, ξενοφοβικών τάσεων και μείωσης της ανταγωνιστικότητας που μπορεί να επιφέρει η εκπαιδευτική περιχαράκωση, καθώς συχνά και τα μέτρα θετικής δράσης (Κωνσταντοπούλου, Χ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γερμανός, Δ., Οικονόμου, Θ., ο.π.)
Βιβλιογραφία
Βρατσάλης, Κ. & Σκούρτου, Ε. (2000). Δάσκαλοι και Μαθητές σε Τάξεις Πολιτισμικής Ετερότητας: Ζητήματα Μάθησης, στο: Εκπαιδευτική Κοινότητα, τεύχος 54 (26-33).
Η έννοια της «ετερότητας» και ο «λαθρομετανάστης». Τεύχος 6. Ανακτήθηκε στις 13/12 από http://babushkagr.blogspot.gr/2012/07/blog-post_4385.html
Κωνσταντοπούλου, Χ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ., Γερμανός, Δ., Οικονόμου, Θ. (2000), Επιμ. «Εμείς» και οι «Άλλοι»: Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός.
Χατζησαββίδης, Σ. (2000). Η γλωσσική ετερότητα ως κύρος: η περίπτωση της χρήσης της αγγλοαμερικανικής στα νέα ελληνικά. Γλώσσα 50, σ. 29-38